πυρροποίκιλος

πυρροποίκιλος
πυρρο-ποίκῐλος, ον,
A red-spotted, of red granite, Plin.HN36.157, Tz.H.6.610.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρροποίκιλος — ον, ΜΑ (ιδίως για ερυθρό γρανίτη) αυτός που έχει κόκκινα στίγματα, ερυθρόστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + ποικίλος «κατάστικτος, πολύχρωμος»] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”